σάκος

σάκος
σάκος [ᾰ], εος, τό, [dialect] Ion. gen.
A

σάκευς Hes.Sc.334

(Cretan word acc. to AB1096):—shield, Il.7.222, 18.478, 20.268, Hdt.1.52, etc.: it was concave, and hence sts. used as a vessel to hold liquid, A.Th. 540.
2 metaph., shield, defence, βωμός, ἄρρηκτον ς. A.Supp.190. (Prob. cogn. with Skt. tvác- 'skin, hide'.)
------------------------------------
σάκος [ᾰ], ,
B [full] σᾱκός, , v. σηκός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακός — masc nom sg σᾱκός , σηκός pen masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • σάκος — ο (λ. σημιτ.) 1. θήκη από χοντρό ύφασμα ή δέρμα για τη μεταφορά ή τη φύλαξη πραγμάτων, σακί: Ταχυδρομικός σάκος. 2. αρχιερατικό άμφιο. 3. αντρικό ένδυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκος — σάκκος coarse cloth of hair masc nom sg σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σηκός …   Dictionary of Greek

  • σάκει — σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc dual (attic epic) σάκεϊ , σάκος coarse cloth of hair neut dat sg (epic ionic) σάκος coarse cloth of hair neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακούς — σακός masc acc pl σᾱκούς , σηκός pen masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακέεσσι — σάκος coarse cloth of hair neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακέεσσιν — σάκος coarse cloth of hair neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακίων — σάκος coarse cloth of hair neut gen pl (doric) σακκίον small bag neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκεος — σάκος coarse cloth of hair neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”